πρωτομάστορης

πρωτομάστορης
ο
βλ. πρωτομάστορας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρωτομάστορας — και πρωτομάστορης, ο, Ν 1. ο πρώτος τών μαστόρων, ο αρχιτεχνίτης 2. έμπειρος κτίστης τεχνίτης που αναλαμβάνει εργολαβικώς την εκτέλεση ενός έργου («βρίσκει τον πρωτομάστορη κι έκανε το κιβούρι», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • πρωτομάστορας — πρωτομάστορας, ο και πρωτομάστορης, ο ο πρώτος από τους μάστορες, ο αρχιμάστορας, ο αρχιτεχνίτης: ...Και μη στοιχειώστε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”